Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πηγαίνω καβάλα

См. также в других словарях:

  • ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… …   Dictionary of Greek

  • καβαλικεύω — (Μ καβαλλικεύω και καβαλικεύω και καβαλικεύγω) 1. πηγαίνω καβάλα σε άλογο ή άλλο υποζύγιο, ιππεύω 2. επιβάλλομαι σε κάποιον, κάνω κάποιον υποχείριό μου («τόν καβαλίκεψε η γυναίκα του») 3. (για ανθρώπους ή ζώα) συνουσιάζομαι, οχεύω, βατεύω, πηδώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»