-
1 ездить
ездить πηγαίνω (με μεταφο ρικό μέσο) ταξιδεύω (путешествовать) \ездить верхом ιππεύω, πηγαίνω καβάλα; \ездить на велосипеде πηγαίνω με ποδήλατο* * *πηγαίνω (με μεταφορικό μέσο); ταξιδεύω ( путешествовать)е́здить верхо́м — ιππεύω, πηγαίνω καβάλα
е́здить на велосипе́де — πηγαίνω με ποδήλατο
-
2 ехать
ехать 1) πηγαίνω ( με μετα φορικό μέσο) \ехать поездом (на автомобиле, метро) πηγαίνω με τρένο ( αυτοκίνητο, μετρό) \ехать верхом πηγαίνω καβάλα 2) (уезжать) φεύγω, αναχωρώ куда вы едете? πού πηγαίνετε; я еду завтра φεύγω αύριο* * *е́хать по́ездом (на автомоби́ле, метро́) — πηγαίνω με τρένο (αυτοκίνητο, μετρό)
е́хать верхо́м — πηγαίνω καβάλα
2) ( уезжать) φεύγω, αναχωρώкуда́ вы е́дете? — πού πηγαίνετε
я е́ду за́втра — φεύγω αύριο
-
3 верхом
верхом καβάλα έφιππος ездить, ехать \верхом ιππεύω, πηγαίνω καβάλα* * *καβάλα; έφιπποςе́здить, е́хать верхо́м — ιππεύω, πηγαίνω καβάλα
-
4 ехать
еду, едешь, μτχ. ενεστ. едущий επίρ. μτχ. ехав κ. (παλ., απλ.) едучи ρ.δ.1. πηγαίνω (με μεταφ. μέσο) ταξιδεύω•ехать верхом πηγαίνω καβάλα (έφιππος)•
ехать на параходе ταξιδεύω με το πλοίο•
ехать на велосипеде πηγαίνω με το ποδήλατο.
|| κινούμαι, βρίσκομαι σει κίνηση, κυλώ•поезд едет το τραίνο πηγαίνει.
2. αναχωρώ, φεύγω•завтра я еду в афины αύριο φεύγω για την Αθήνα.
3. μτφ. μετακινούμαι, γλιστρώ, μετατοπίζομαι•галстук -ет набок η γραβάτα στραβώνει.
-
5 верхом
-
6 ездить
езжу, ездишь, ρ.δ.1. βλ. ехать (με τη διαφορά όΐι η κίνηση εδώ επαναλαβαίνεται ή γίνεται αε διάφορες κατευθΰνσεις)2. έρχομαι, επισκέπτομαι (με μεταφ. μέσο)•он к нам -ит каждый день αυτός έρχεται σε μας κάθε μέρα.
3. μπορώ να οδηγώ•на велосипеде он -ит отлично αυτός πηγαίνει με το ποδήλατο άριστα.
4. μτφ. κινούμαι, μετατοπίζομαι, ξεφεύγω.εκφρ.ездить (верхом) на ком – πηγαίνω (ή είμαι) καβάλα (υποτάσσω για τα συμφέροντα μου).
См. также в других словарях:
ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… … Dictionary of Greek
καβαλικεύω — (Μ καβαλλικεύω και καβαλικεύω και καβαλικεύγω) 1. πηγαίνω καβάλα σε άλογο ή άλλο υποζύγιο, ιππεύω 2. επιβάλλομαι σε κάποιον, κάνω κάποιον υποχείριό μου («τόν καβαλίκεψε η γυναίκα του») 3. (για ανθρώπους ή ζώα) συνουσιάζομαι, οχεύω, βατεύω, πηδώ… … Dictionary of Greek